- καινοθηρία
- η1. η επιδίωξη νέων πραγμάτων, νέων ειδήσεων, η τάση για νεωτερισμό2. η άκριτη περιφρόνηση τής παράδοσης και γενικά τού παρελθόντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καινοθηρώ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε τον περασμένο αιώνα για την απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. reportage «ανταπόκριση» και μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.